-
1 συγκεράννυμι
Aσυγκρᾱθήσομαι E. Ion 406
: [tense] aor. 1 συνεκράθην [ᾱ], [dialect] Ion.- εκρήθην Hp.Vict.1.32
; also : [tense] pf. συγκέκρᾱμαι (v. infr.): —mix, blend with, πολλὰ [ἑνί] or εἰς ἕν, Id.Cra. 424d, Ti. 68d; λύπῃ τὴν ἡδονὴν ς. temper pleasure by a mixture of pain, Id.Phlb. 50a;τὸ πικρὸν μέλιτι AP12.154
(Mel.).2 mix together, commingle, ; τὸν πέμπτον [κύαθον] AP12.168 (Posidipp.);μέλος συγκεράσας τις ἐγχέοι Anacreont.20.4
; ἐξ ἀμφοτέρων ς. make a mixture of both, Pl.R. 397c.II more freq. in [voice] Pass., to be mixed or blended with, coalesce, τινι Pl.Ti. 68c;πρὸς ἄλληλα Id.R. 618d
.2 to be commingled, blended, τὰ παλαιὰ συγκεκρ. ἄλγη the old commingled woes, A.Ch. 744: c. dat., Call.Aet.3.1.75; παίδων ὅπως νῷν σπέρμα ς. E. l.c.;ὁμοῦ τό τε φαῦλον καὶ τὸ μέσον καὶ τὸ πάνυ ἀκριβῶς.. ξυγκραθέν Th.6.18
; τῇ τῶν ἐναντίων κράσει ς. Pl.Lg. 889c; ; ;παιδεία εὐκαίρως συγκεκραμένη D.61.43
; συγκέκραται αὐτῶν ἡ φύσις, of the dog and fox, X.Cyn.3.1.3 of friendships, to be formed by close union,φιλίαι μεγάλαι συνεκρήθησαν Hdt.4.152
:—[voice] Med., πρός τινα φιλίην συγκεράσασθαι form a close friendship with any one, Id.7.151, cf. D.H.6.7; so τὸ ἔχθος τὸ ἐς Λακεδαιμονίους συγκεκρημένον (cj. Reiske for συγκεκυρημένον) Hdt.9.37.4 of persons, to be closely attached to, be close friends with,τοῖς ἡλικιώταις X.Cyr.1.4.1
.b to become closely acquainted with, become deeply involved in,συγκέκραμαι δύᾳ S.Ant. 1311
(lyr.);πολυφόρῳ συγκέκραμαι δαίμονι Ar.Pl. 853
; ; οἴκτῳ τῷδε συγκεκραμένη deeply affected by.., Id.Aj. 895; for Tr. 662 (lyr.), v. πάγχριστος.5 of a wife,ἀξίοις γάμοις -κερασθεῖσα IG5(2).268.32
(Mantinea, i B.C.), cf. Plu.2.768b.III [voice] Med., mix with or for oneself,εἰς μίαν πάντα ἰδέαν Pl.Ti. 35a
, cf. 69d;σ. αἰσθήσεις νῷ Id.Lg. 961e
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συγκεράννυμι
См. также в других словарях:
συγκεραννύω — ΝΜΑ, και συγκερνώ, άω, και συγκιρνώ, άω, Ν, και συγκιρνῶ, άω, ΜΑ, και συγκεράννυμι και συγκίρνημι και συγκερῶ, άω, Α [κεράννυμι / κεραννύω] 1. αναμιγνύω δύο ή περισσότερα υγρά μεταξύ τους 2. (γενικά) ανακατεύω, αναμιγνύω («οἱ ποιηταὶ... ἤ τῷ… … Dictionary of Greek